γοητεύει

γοητεύει
γοητεύω
bewitch
pres ind mp 2nd sg
γοητεύω
bewitch
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • γοητευτικός — ή, ό (Α γοητευτικός, ή, όν) [γοητεύω] νεοελλ. αυτός που γοητεύει, ο ελκυστικός αρχ. ο γοητευτικός …   Dictionary of Greek

  • γοητικός — γοητικός, ή, όν (AM) [γόης] ο ικανός να γοητεύει, να μαγεύει …   Dictionary of Greek

  • γοητόστομος — γοητόστομος, ον (Α) αυτός που γοητεύει ή μαγεύει με τα λόγια του …   Dictionary of Greek

  • θελκτώ — θελκτώ, οῦς, ή (Α) (κατά το λεξικό Σούδα) αυτή που γοητεύει, που σαγηνεύει. [ΕΤΥΜΟΛ. θηλ. τ. τού θέλκτωρ κατά τα θηλ. σε ώ (πρβλ. ανθρωπώ, λακων. θηλ. τ. τού άνθρωπος, κατά τον Ησύχ.)] …   Dictionary of Greek

  • θηρεπωδός — θηρεπῳδός, όν (Α) αυτός που μαγεύει, που γοητεύει άγρια ζώα με επωδούς, με ξόρκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο) * + επ ωδός] …   Dictionary of Greek

  • μάγγανο — και μάγκανο και μαγγάνι, το και μάγγανος, ο, και μαγγάνη, η (AM μάγγανον) 1. βαρούλκο, γερανός 2. (στο Βυζάντιο) α) ονομασία διαφόρων πολεμικών μηχανών οι οποίες είχαν ως κοινό χαρακτηριστικό στοιχείο τον τροχό β) η αφετηρία στον ιππόδρομο κατά… …   Dictionary of Greek

  • μάγια — Κοινή ονομασία της ζύμης. Βλ. λ. ζυμομύκητες ή ζύμες. * * * (I) η·θρησκειολ. σανσκριτική λέξη που σημαίνει μαγεία ή ψευδαίσθηση και αποτελεί θεμελιώδη έννοια τής ινδουιστικής φιλοσοφίας. (II) η ζωολ. γένος δεκάποδων καρκινοειδών τής οικογένειας… …   Dictionary of Greek

  • μαγνήτης — Έτσι ορίζεται οποιοδήποτε σώμα ικανό να έλκει σιδηρομαγνητικά υλικά. Η ιδιαίτερη συμπεριφορά των φυσικών μαγνητικών υλικών (Fe3O4) ήταν γνωστή από τα αρχαιότατα χρόνια και οι Κινέζοι χρησιμοποιούσαν ήδη από τα προχριστιανικά χρόνια την ιδιότητα… …   Dictionary of Greek

  • μαγνητιστής — ο 1. αυτός που μαγνητίζει, που μεταδίδει τις ιδιότητες τού μαγνήτη σε άλλο σώμα 2. υπνωτιστής 3. αυτός που θέλγει, που γοητεύει. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. magnetiseur. Η λ. μαρτυρείται από το 1818 στο περιοδικό Ερμής ολόγιος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”